βαρελάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαρελάκι | τα | βαρελάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βαρελάκι | τα | βαρελάκια |
κλητική | βαρελάκι | βαρελάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρελάκι < βαρέλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.ɾeˈla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρε‐λά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρελάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βαρέλι, μικρών διαστάσεων βαρέλι
- παιδικό ομαδικό παιχνίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βαρέλι