Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρίστας οι βαρίστες
      γενική του βαρίστα των βαριστών
    αιτιατική τον βαρίστα τους βαρίστες
     κλητική βαρίστα βαρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρίστας < αγγλική VAR (Video assistant referee, βαρ) + -ίστας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρίστας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία