Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαποράρα οι βαποράρες
      γενική της βαποράρας
    αιτιατική τη βαποράρα τις βαποράρες
     κλητική βαποράρα βαποράρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαποράρα < βαπόρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαποράρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) πολύ μεγάλο βαπόρι
    το νέο βαπόρι που βάλανε στη γραμμή είναι βαποράρα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία