βαποράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαποράκι | τα | βαποράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βαποράκι | τα | βαποράκια |
κλητική | βαποράκι | βαποράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαποράκι < βαπόρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαποράκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαποράκι
|