παποράρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παποράρα | οι | παποράρες |
γενική | της | παποράρας | — | |
αιτιατική | την | παποράρα | τις | παποράρες |
κλητική | παποράρα | παποράρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παποράρα < παπόρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παποράρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο): πολύ μεγάλο παπόρι
- άραξε σήμερα στο λιμάνι μια παποράρα πιο ψηλή κι από τις γύρω πολυκατοικίες
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παποράρα
|