Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παποράρα οι παποράρες
      γενική της παποράρας
    αιτιατική την παποράρα τις παποράρες
     κλητική παποράρα παποράρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παποράρα < παπόρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παποράρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο): πολύ μεγάλο παπόρι
    άραξε σήμερα στο λιμάνι μια παποράρα πιο ψηλή κι από τις γύρω πολυκατοικίες

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία