Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαμπακερός η βαμπακερή το βαμπακερό
      γενική του βαμπακερού της βαμπακερής του βαμπακερού
    αιτιατική τον βαμπακερό τη βαμπακερή το βαμπακερό
     κλητική βαμπακερέ βαμπακερή βαμπακερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαμπακεροί οι βαμπακερές τα βαμπακερά
      γενική των βαμπακερών των βαμπακερών των βαμπακερών
    αιτιατική τους βαμπακερούς τις βαμπακερές τα βαμπακερά
     κλητική βαμπακεροί βαμπακερές βαμπακερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμπακερός < βαμβακερός

  Επίθετο επεξεργασία

βαμπακερός

  Μεταφράσεις επεξεργασία