Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακουργία οι βαμβακουργίες
      γενική της βαμβακουργίας των βαμβακουργιών
    αιτιατική τη βαμβακουργία τις βαμβακουργίες
     κλητική βαμβακουργία βαμβακουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμβακουργία (μαρτυρείται από το 1897)[1] < βαμβάκι + -ουργία (< αρχαία ελληνική ἔργον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαμβακουργία θηλυκό

  • η επεξεργασία ή η κατεργασία βαμβακιού, με σκοπό την δημιουργία κλωστών, καθώς και η σχετική βιομηχανία ή βιοτεχνία
    Σημαντική ανάπτυξη πωλήσεων και κερδών σημείωσαν οι ιχθυοκαλλιέργειες το 2007, ενώ αντίθετα τα εκκοκκιστήρια και λοιπές επιχειρήσεις της βαμβακουργίας κατέγραψαν σημαντική πτώση πωλήσεων εμφανίζοντας ζημιές, ενώ το 2006 ήταν κερδοφόρες, σύμφωνα με μελέτη της ICAP για τον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 202, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου