βαμβακέλαιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαμβακέλαιο < βαμβακέλαιον στην καθαρεύουσα. Μορφολογικά αναλύεται σε βαμβακ- + -έλαιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαμβακέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαμβακέλαιο
βαμβακέλαιο ουδέτερο