βακιλόμορφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βακιλόμορφος, -η, -ο
- (βιοχημεία) αυτός που έχει ραβδοειδές σχήμα, όπως ο βάκιλος, ή που φέρει μια από τις βασικές μορφές του, παράγοντας σπόρια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βακιλόμορφος