Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βακιλόμορφος η βακιλόμορφη το βακιλόμορφο
      γενική του βακιλόμορφου της βακιλόμορφης του βακιλόμορφου
    αιτιατική τον βακιλόμορφο τη βακιλόμορφη το βακιλόμορφο
     κλητική βακιλόμορφε βακιλόμορφη βακιλόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βακιλόμορφοι οι βακιλόμορφες τα βακιλόμορφα
      γενική των βακιλόμορφων των βακιλόμορφων των βακιλόμορφων
    αιτιατική τους βακιλόμορφους τις βακιλόμορφες τα βακιλόμορφα
     κλητική βακιλόμορφοι βακιλόμορφες βακιλόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βακιλόμορφος < βάκιλ(ος) + -ό- + -μορφος

  Επίθετο επεξεργασία

βακιλόμορφος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία