βαθμοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαθμοθέτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- βαθμοθεσία
- βαθμοθέτηση
- βαθμοθετώ
- → δείτε τις λέξεις βαθμός και θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμοθέτης
|
βαθμοθέτης αρσενικό
|