Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαβυλώνιος η βαβυλώνια το βαβυλώνιο
      γενική του βαβυλώνιου της βαβυλώνιας του βαβυλώνιου
    αιτιατική τον βαβυλώνιο τη βαβυλώνια το βαβυλώνιο
     κλητική βαβυλώνιε βαβυλώνια βαβυλώνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαβυλώνιοι οι βαβυλώνιες τα βαβυλώνια
      γενική των βαβυλώνιων των βαβυλώνιων των βαβυλώνιων
    αιτιατική τους βαβυλώνιους τις βαβυλώνιες τα βαβυλώνια
     κλητική βαβυλώνιοι βαβυλώνιες βαβυλώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαβυλώνιος < αρχαία ελληνική βαβυλώνιος

  Επίθετο επεξεργασία

βαβυλώνιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Βαβυλώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαβυλώνιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

βαβυλώνιος

  1. που ανήκει ή προέρχεται από τη Βαβυλώνα ή, γενικά, τη Βαβυλωνία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Βαβυλών