βάσανον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάσανον < ελληνιστική κοινή βάσαν(ος) (θηλυκό) + μεταπλασμός σε ουδέτερο -ον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: βάσανο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάσανον ουδέτερο
- το βασανιστήριο
- η ταλαιπωρία, στενοχώρια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βάσανος (θηλυκό)
Πηγές
επεξεργασία- βάσανον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βάσανον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].