Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάμβαξ οἱ βάμβακες
      γενική τοῦ βάμβακος τῶν βαμβάκων
      δοτική τῷ βάμβακι τοῖς βάμβαξι(ν)
    αιτιατική τὸν βάμβακα τοὺς βάμβακᾰς
     κλητική ! βάμβαξ βάμβακες
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βάμβαξ < ελληνιστική κοινή πάμπαξ < περσική پامباک (pambak) [1]

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

βάμβαξ (ᾰξ) θηλυκό

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. s.v. «βαμβάκι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950. 

  Πηγές Επεξεργασία