Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάμβαξ οἱ βάμβακες
      γενική τοῦ βάμβακος τῶν βαμβάκων
      δοτική τῷ βάμβακι τοῖς βάμβαξι(ν)
    αιτιατική τὸν βάμβακα τοὺς βάμβακᾰς
     κλητική ! βάμβαξ βάμβακες
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάμβαξ < ελληνιστική κοινή πάμπαξ < περσική پامباک (pambak) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάμβαξ (ᾰξ) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. s.v. «βαμβάκι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.