βαμβακιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαμβακιά | οι | βαμβακιές |
γενική | της | βαμβακιάς | των | βαμβακιών |
αιτιατική | τη | βαμβακιά | τις | βαμβακιές |
κλητική | βαμβακιά | βαμβακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαμ‐βα‐κιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαμβακιά θηλυκό
- (φυτό) φυτό του γένους Gossypium με πλατιά φύλλα τρίλοβα έως επτάλοβα, το οποίο καλλιεργείται για τις ίνες του (το βαμβάκι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βαμβακιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας