αχθοφορικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αχθοφορικά | ||
γενική | των | αχθοφορικών | ||
αιτιατική | τα | αχθοφορικά | ||
κλητική | αχθοφορικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχθοφορικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αχθοφορικός < μεσαιωνική ελληνική αχθοφορικός < (ελληνιστική κοινή) ἀχθοφόρος
Επίθετο επεξεργασία
αχθοφορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχθοφορικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αχθοφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αχθοφορικός