Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφυλαξία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αφυλαξί
α
οι
αφυλαξί
ες
γενική
της
αφυλαξί
ας
των
αφυλαξι
ών
αιτιατική
την
αφυλαξί
α
τις
αφυλαξί
ες
κλητική
αφυλαξί
α
αφυλαξί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφυλαξία
<
αρχαία ελληνική
ἀφυλαξία < ἀφύλακτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφυλαξία
θηλυκό
αλλεργία
Συνώνυμα
επεξεργασία
αναφυλαξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφυλαξία
αγγλικά
:
allergy
(en)
γαλλικά
:
allergie
(fr)
γερμανικά
:
Allergie
(de)
ιταλικά
:
allergia
(it)