Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφεντόπαιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αφεντόπαιδ
ο
τα
αφεντόπαιδ
α
γενική
του
αφεντόπαιδ
ου
των
αφεντόπαιδ
ων
αιτιατική
το
αφεντόπαιδ
ο
τα
αφεντόπαιδ
α
κλητική
αφεντόπαιδ
ο
αφεντόπαιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφεντόπαιδο
<
αφέντης
+
-ο-
+
παιδί
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφεντόπαιδο
ουδέτερο
το
παιδί
(συνήθως ο
γιος
) ενός
αφέντη
το
παιδί
(συνήθως ο
γιος
) μιας αρχοντικής
οικογένειας
Συνώνυμα
επεξεργασία
αφεντόπουλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφεντόπαιδο
→
δείτε
τη λέξη
αφεντόπαιδο