αυτόμοιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααυτόμοιος (el), -α, -ο
- όμοιος με τον εαυτό του
- (μόνη αναφορά) ※ Ουκ άρα ετεροπροσκύνητος η εικών του Χριστού προς αυτόν αλλ' ομοπροσκύνητος, ώς εμφερής τε και αυτόμοιος. (Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, Αντιρρητικός Γ΄ [1])