Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοτιμωρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοτιμωρί
α
οι
αυτοτιμωρί
ες
γενική
της
αυτοτιμωρί
ας
των
αυτοτιμωρι
ών
αιτιατική
την
αυτοτιμωρί
α
τις
αυτοτιμωρί
ες
κλητική
αυτοτιμωρί
α
αυτοτιμωρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοτιμωρία
<
αυτο-
+
τιμωρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοτιμωρία
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
αυτοτιμωρούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοτιμωρία
αγγλικά
:
self-punishment
(en)
•
συνήθως θρησκευτικό, εξιλεωτική
αυτοτιμωρία
:
penance
(en)