Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδιοικητικός η αυτοδιοικητική το αυτοδιοικητικό
      γενική του αυτοδιοικητικού της αυτοδιοικητικής του αυτοδιοικητικού
    αιτιατική τον αυτοδιοικητικό την αυτοδιοικητική το αυτοδιοικητικό
     κλητική αυτοδιοικητικέ αυτοδιοικητική αυτοδιοικητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδιοικητικοί οι αυτοδιοικητικές τα αυτοδιοικητικά
      γενική των αυτοδιοικητικών των αυτοδιοικητικών των αυτοδιοικητικών
    αιτιατική τους αυτοδιοικητικούς τις αυτοδιοικητικές τα αυτοδιοικητικά
     κλητική αυτοδιοικητικοί αυτοδιοικητικές αυτοδιοικητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιοικητικός < αυτοδιοίκηση + -τικός
Λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1886 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ.Α, σελ. 184)

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοδιοικητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία