αυτογνώστης
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτογνώστης < αυτο- + γνώστης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ftoˈɣno.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐γνώ‐στης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτογνώστης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: αυτογνώστρια)
- που έχει αυτογνωσία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γνωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτογνώστης