Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοβοήθεια οι αυτοβοήθειες
      γενική της αυτοβοήθειας των αυτοβοηθειών
    αιτιατική την αυτοβοήθεια τις αυτοβοήθειες
     κλητική αυτοβοήθεια αυτοβοήθειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοβοήθεια < αυτο- + βοήθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοβοήθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • το να βοηθάει κάποιος τον εαυτό του
    ※  Κάθε πράγμα συνήθειο. Και η αυτοβοήθεια είναι το ωφελιμότερον από τα συνήθεια. (Ανδρέας Λασκαράτος Περίεργο όνειρο [διήγημα])

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία