αυτοαναφορικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοαναφορικότητα (νεολογισμός) < αυτοαναφορικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-reference)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοαναφορικότητα θηλυκό
- (λογοτεχνία)το ν’ αναφέρεται κάποιος στον εαυτό του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοαναφορικότητα