αυταξιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυταξιότητα < αυτάξι(ος) + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυταξιότητα[1] θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή ή συμπεριφορά του αυτάξιου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αυταξία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυταξιότητα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αυταξιότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας