αυθυποστασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυθυποστασία < αυθυπόστατος + -σία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυθυποστασία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αυθυπόστατου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυθυποστασία