↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθυπέρβαση οι αυθυπερβάσεις
      γενική της αυθυπέρβασης* των αυθυπερβάσεων
    αιτιατική την αυθυπέρβαση τις αυθυπερβάσεις
     κλητική αυθυπέρβαση αυθυπερβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυθυπερβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυθυπέρβαση < αυθ- + υπέρβαση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-exceeding[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fθiˈpeɾ.va.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐θυ‐πέρ‐βα‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυθυπέρβαση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)