↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθεντικοποίηση οι αυθεντικοποιήσεις
      γενική της αυθεντικοποίησης* των αυθεντικοποιήσεων
    αιτιατική την αυθεντικοποίηση τις αυθεντικοποιήσεις
     κλητική αυθεντικοποίηση αυθεντικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυθεντικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυθεντικοποίηση < λόγιο ενδογενές δάνειο:, αγγλική authentication

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυθεντικοποίηση θηλυκό

  • (πληροφορική) η επαλήθευση της ταυτότητας ενός χρήστη που εκτελεί εφαρμογή, συνδέεται σε δίκτυο, ή ζητά πρόσβαση σε ψηφιακό υλικό
    η αυθεντικοποίηση στα wiki παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσουμε ότι ένα ψευδώνυμο χρησιμοποιείται πάντα από το ίδιο άτομο, αλλά δεν μας νοιάζει το πραγματικό του όνομα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία