ατμοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατμοποίηση | οι | ατμοποιήσεις |
γενική | της | ατμοποίησης* | των | ατμοποιήσεων |
αιτιατική | την | ατμοποίηση | τις | ατμοποιήσεις |
κλητική | ατμοποίηση | ατμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ατμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαατμοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία της μετατροπής του νερού σε ατμό με τη βοήθεια της θερμότητας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατμοποίηση