Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμιστής οι ατμιστές
      γενική του ατμιστή των ατμιστών
    αιτιατική τον ατμιστή τους ατμιστές
     κλητική ατμιστή ατμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμιστής < ατμίζω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατμιστής αρσενικό

  • (νεολογισμός) ο «καπνιστής» ηλεκτρονικού τσιγάρου
    ※ Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε ένα συμβατικό τσιγάρο περιέχονται νιτροζαμίνες της τάξεως των 3.000-6.500 ng (νανογραμμάρια), τη στιγμή που στο 1 ml του υγρού του ηλεκτρονικού τσιγάρου, ποσότητα που είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη αφού το 1 ml αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 1/3 της ημερήσιας κατανάλωσης ενός ατμιστή, εντοπίζονται 2-12 ng -ποσότητα αντίστοιχη με εκείνη που εντοπίζεται στα υποκατάστατα νικοτίνης όπως οι τσίχλες. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία