ασύναπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασύναπτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ασύναπτος
- που δεν έχει συνδεθεί ή συσχετιστεί με άλλον
- που δε συμφωνήθηκε, ο μη συνομολογημένος
- ασύναπτο δάνειο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασύναπτος
|