ασύγκλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασύγκλητος, -η, -ο
- που δεν έχει συγκληθεί
- ο διευθυντής δεν έχει μιλήσει για τη συνέλευση και είναι ακόμα ασύγκλητη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασύγκλητος
|
ασύγκλητος, -η, -ο
|