↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχημάτιστος η ασχημάτιστη το ασχημάτιστο
      γενική του ασχημάτιστου της ασχημάτιστης του ασχημάτιστου
    αιτιατική τον ασχημάτιστο την ασχημάτιστη το ασχημάτιστο
     κλητική ασχημάτιστε ασχημάτιστη ασχημάτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχημάτιστοι οι ασχημάτιστες τα ασχημάτιστα
      γενική των ασχημάτιστων των ασχημάτιστων των ασχημάτιστων
    αιτιατική τους ασχημάτιστους τις ασχημάτιστες τα ασχημάτιστα
     κλητική ασχημάτιστοι ασχημάτιστες ασχημάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχημάτιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ασχημάτιστος

  1. που δεν έχει συγκροτηθεί
  2. (μτφ.) αδιαμόρφωτος, αδιάπλαστος
  3. που δεν έχει πάρει ακόμη το κανονικό του σχήμα
  4. που δεν έχει σχηματιστεί
    όταν δημιουργήθηκε ο Ήλιος, το υπόλοιπο ηλιακό σύστημα ήταν ακόμη ασχημάτιστο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία