ασχημάτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασχημάτιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ασχημάτιστος
- που δεν έχει συγκροτηθεί
- (μτφ.) αδιαμόρφωτος, αδιάπλαστος
- που δεν έχει πάρει ακόμη το κανονικό του σχήμα
- που δεν έχει σχηματιστεί
- όταν δημιουργήθηκε ο Ήλιος, το υπόλοιπο ηλιακό σύστημα ήταν ακόμη ασχημάτιστο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασχημάτιστος
|