Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφράγιστος η ασφράγιστη το ασφράγιστο
      γενική του ασφράγιστου της ασφράγιστης του ασφράγιστου
    αιτιατική τον ασφράγιστο την ασφράγιστη το ασφράγιστο
     κλητική ασφράγιστε ασφράγιστη ασφράγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφράγιστοι οι ασφράγιστες τα ασφράγιστα
      γενική των ασφράγιστων των ασφράγιστων των ασφράγιστων
    αιτιατική τους ασφράγιστους τις ασφράγιστες τα ασφράγιστα
     κλητική ασφράγιστοι ασφράγιστες ασφράγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφράγιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ασφράγιστος

  1. που δεν έχει σφραγίδα
  2. που δεν έχει σφράγισμα
    το δόντι μου είναι ασφράγιστο και πονάει

  Μεταφράσεις επεξεργασία