Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασφράγιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασφράγιστ
ος
η
ασφράγιστ
η
το
ασφράγιστ
ο
γενική
του
ασφράγιστ
ου
της
ασφράγιστ
ης
του
ασφράγιστ
ου
αιτιατική
τον
ασφράγιστ
ο
την
ασφράγιστ
η
το
ασφράγιστ
ο
κλητική
ασφράγιστ
ε
ασφράγιστ
η
ασφράγιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασφράγιστ
οι
οι
ασφράγιστ
ες
τα
ασφράγιστ
α
γενική
των
ασφράγιστ
ων
των
ασφράγιστ
ων
των
ασφράγιστ
ων
αιτιατική
τους
ασφράγιστ
ους
τις
ασφράγιστ
ες
τα
ασφράγιστ
α
κλητική
ασφράγιστ
οι
ασφράγιστ
ες
ασφράγιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασφράγιστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ασφράγιστος
που δεν έχει
σφραγίδα
που δεν έχει
σφράγισμα
το δόντι μου είναι
ασφράγιστο
και πονάει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασφράγιστος