Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφούγγιχτος η ασφούγγιχτη το ασφούγγιχτο
      γενική του ασφούγγιχτου της ασφούγγιχτης του ασφούγγιχτου
    αιτιατική τον ασφούγγιχτο την ασφούγγιχτη το ασφούγγιχτο
     κλητική ασφούγγιχτε ασφούγγιχτη ασφούγγιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφούγγιχτοι οι ασφούγγιχτες τα ασφούγγιχτα
      γενική των ασφούγγιχτων των ασφούγγιχτων των ασφούγγιχτων
    αιτιατική τους ασφούγγιχτους τις ασφούγγιχτες τα ασφούγγιχτα
     κλητική ασφούγγιχτοι ασφούγγιχτες ασφούγγιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφούγγιχτος < α- στερητ. + σφουγγίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ασφούγγιχτος, -η, -ο

  • που δε σφουγγίστηκε, δε σκουπίστηκε
    ο πάγκος έμεινε ασφούγγιχτος, γιατί είχα το μυαλό μου στο πλύσιμο των πιάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία