ασφούγγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασφούγγιστος
- που δε σφουγγίστηκε, δε σκουπίστηκε
- ο πάγκος έμεινε ασφούγγιστος, γιατί είχα το μυαλό μου στο πλύσιμο των πιάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφούγγιστος
|