Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστακόσουπα οι αστακόσουπες
      γενική της αστακόσουπας
    αιτιατική την αστακόσουπα τις αστακόσουπες
     κλητική αστακόσουπα αστακόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστακόσουπα < αστακ(ός) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστακόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία