↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστέρευτος η αστέρευτη το αστέρευτο
      γενική του αστέρευτου της αστέρευτης του αστέρευτου
    αιτιατική τον αστέρευτο την αστέρευτη το αστέρευτο
     κλητική αστέρευτε αστέρευτη αστέρευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστέρευτοι οι αστέρευτες τα αστέρευτα
      γενική των αστέρευτων των αστέρευτων των αστέρευτων
    αιτιατική τους αστέρευτους τις αστέρευτες τα αστέρευτα
     κλητική αστέρευτοι αστέρευτες αστέρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστέρευτος < α- στερητικό + στειρεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

αστέρευτος

  • που δε στερεύει, ανεξάντλητος, αστείρευτος
    αστέρευτη πηγή γνώσεων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία