ασπεργκερικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπεργκερικός < Άσπεργκερ (Asperger) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ασπεργκερικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) αυτός που παρουσιάζει συμπτώματα του συνδρόμου Άσπεργκερ
- ασπεργκερικός ασθενής
- → χρειάζεται παράθεμα