Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπεργκερικός η ασπεργκερική το ασπεργκερικό
      γενική του ασπεργκερικού της ασπεργκερικής του ασπεργκερικού
    αιτιατική τον ασπεργκερικό την ασπεργκερική το ασπεργκερικό
     κλητική ασπεργκερικέ ασπεργκερική ασπεργκερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπεργκερικοί οι ασπεργκερικές τα ασπεργκερικά
      γενική των ασπεργκερικών των ασπεργκερικών των ασπεργκερικών
    αιτιατική τους ασπεργκερικούς τις ασπεργκερικές τα ασπεργκερικά
     κλητική ασπεργκερικοί ασπεργκερικές ασπεργκερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπεργκερικός < Άσπεργκερ (Asperger) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ασπεργκερικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης επεξεργασία