Δείτε επίσης: ασπίτωτος, ἀσπίλωτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπίλωτος η ασπίλωτη το ασπίλωτο
      γενική του ασπίλωτου της ασπίλωτης του ασπίλωτου
    αιτιατική τον ασπίλωτο την ασπίλωτη το ασπίλωτο
     κλητική ασπίλωτε ασπίλωτη ασπίλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπίλωτοι οι ασπίλωτες τα ασπίλωτα
      γενική των ασπίλωτων των ασπίλωτων των ασπίλωτων
    αιτιατική τους ασπίλωτους τις ασπίλωτες τα ασπίλωτα
     κλητική ασπίλωτοι ασπίλωτες ασπίλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπίλωτος < (ελληνιστική κοινήἀσπίλωτος

  Επίθετο επεξεργασία

ασπίλωτος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία