ασπίλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ασπίλωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀσπίλωτος
Επίθετο
επεξεργασία
ασπίλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει σπιλωθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασπίλωτος
|