ασβεστοκάμινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασβεστοκάμινος | οι | ασβεστοκάμινοι |
γενική | της | ασβεστοκάμινου & ασβεστοκαμίνου |
των | ασβεστοκάμινων & ασβεστοκαμίνων |
αιτιατική | την | ασβεστοκάμινο | τις | ασβεστοκάμινους & ασβεστοκαμίνους |
κλητική | ασβεστοκάμινε (ασβεστοκάμινο) |
ασβεστοκάμινοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασβεστοκάμινος < ασβέστ(ης) + -ο- + κάμινος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασβεστοκάμινος θηλυκό