Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασβεστοκάμινο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ασβεστοκάμιν
ο
τα
ασβεστοκάμιν
α
γενική
του
ασβεστοκάμιν
ου
των
ασβεστοκάμιν
ων
αιτιατική
το
ασβεστοκάμιν
ο
τα
ασβεστοκάμιν
α
κλητική
ασβεστοκάμιν
ο
ασβεστοκάμιν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασβεστοκάμινο
<
ασβέστης
+
-ο-
+
καμίνι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασβεστοκάμινο
ουδέτερο
καμίνι
στο οποίο παρασκευάζεται
ασβέστης
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ασβεστοκάμινος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ασβέστης
και
καμίνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασβεστοκάμινο
→
δείτε
τη λέξη
ασβεστοκάμινος