αρύταινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρύταινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρύταινα, θηλυκό του ἀρυτήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρύταινα θηλυκό
- (αρχαιολογία) κουτάλα
- (αρχαιολογία, κεραμική) αγγείο για την άντληση υγρού (π.χ. κρασιού) από μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο