αρχιψεύταρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχιψεύταρος < αρχι- + ψεύτ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχιψεύταρος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψευταράς
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχιψεύταρος
|