αρτυμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρτυμή | οι | αρτυμές |
γενική | της | αρτυμής | των | αρτυμών |
αιτιατική | την | αρτυμή | τις | αρτυμές |
κλητική | αρτυμή | αρτυμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρτυμή < μεσαιωνική ελληνική ἄρτυμα < αρχαία ελληνική ἀρτύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτυμή θηλυκό (δημοτική)
- (γαστρονομία) άρτυμα, καρύκευμα
- μη νηστίσιμο φαγητό
- ※ Μόνο ψημένα κάνει, γιατί τα τηγανισμένα θέλουν και αρτυμή, βούτυρο. Φτου! Φτου! Με κόλασες, γιε μου, σήμερα! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα)
- ≈ συνώνυμα: αρτύσιμο
- ≠ αντώνυμα: νηστίσιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .