πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρτυμή οι αρτυμές
      γενική της αρτυμής των αρτυμών
    αιτιατική την αρτυμή τις αρτυμές
     κλητική αρτυμή αρτυμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρτυμή θηλυκό (δημοτική)

  1. (γαστρονομία) άρτυμα, καρύκευμα
  2. μη νηστίσιμο φαγητό
      Μόνο ψημένα κάνει, γιατί τα τηγανισμένα θέλουν και αρτυμή, βούτυρο. Φτου! Φτου! Με κόλασες, γιε μου, σήμερα! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα)
     συνώνυμα: αρτύσιμο
     αντώνυμα: νηστίσιμο

Μεταφράσεις

επεξεργασία