αρτιγέννητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρτιγέννητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αρτιγέννητος
- αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο αρτιγενής
- ο νεοσύστατος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρτιγέννητος
|
αρτιγέννητος
|