↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτιγέννητος η αρτιγέννητη το αρτιγέννητο
      γενική του αρτιγέννητου της αρτιγέννητης του αρτιγέννητου
    αιτιατική τον αρτιγέννητο την αρτιγέννητη το αρτιγέννητο
     κλητική αρτιγέννητε αρτιγέννητη αρτιγέννητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτιγέννητοι οι αρτιγέννητες τα αρτιγέννητα
      γενική των αρτιγέννητων των αρτιγέννητων των αρτιγέννητων
    αιτιατική τους αρτιγέννητους τις αρτιγέννητες τα αρτιγέννητα
     κλητική αρτιγέννητοι αρτιγέννητες αρτιγέννητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρτιγέννητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αρτιγέννητος

  1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο αρτιγενής
  2. ο νεοσύστατος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία