αρτιγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρτιγενής | η | αρτιγενής | το | αρτιγενές |
γενική | του | αρτιγενούς* | της | αρτιγενούς | του | αρτιγενούς |
αιτιατική | τον | αρτιγενή | την | αρτιγενή | το | αρτιγενές |
κλητική | αρτιγενή(ς) | αρτιγενής | αρτιγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρτιγενείς | οι | αρτιγενείς | τα | αρτιγενή |
γενική | των | αρτιγενών | των | αρτιγενών | των | αρτιγενών |
αιτιατική | τους | αρτιγενείς | τις | αρτιγενείς | τα | αρτιγενή |
κλητική | αρτιγενείς | αρτιγενείς | αρτιγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρτιγενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααρτιγενής
- νεογέννητος, αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεότοκος
- νεοσύστατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρτιγενής
|