↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτιγενής η αρτιγενής το αρτιγενές
      γενική του αρτιγενούς* της αρτιγενούς του αρτιγενούς
    αιτιατική τον αρτιγενή την αρτιγενή το αρτιγενές
     κλητική αρτιγενή(ς) αρτιγενής αρτιγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτιγενείς οι αρτιγενείς τα αρτιγενή
      γενική των αρτιγενών των αρτιγενών των αρτιγενών
    αιτιατική τους αρτιγενείς τις αρτιγενείς τα αρτιγενή
     κλητική αρτιγενείς αρτιγενείς αρτιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρτιγενής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αρτιγενής

  1. νεογέννητος, αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεότοκος
  2. νεοσύστατος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία