Δείτε επίσης: Αρναούτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρναούτης οι αρναούτηδες
      γενική του αρναούτη των αρναούτηδων
    αιτιατική τον αρναούτη τους αρναούτηδες
     κλητική αρναούτη αρναούτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρναούτης < τουρκική Arnavut (ο Αλβανός)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρναούτης αρσενικό (παρωχημένο)

  1. ο μισθοφόρος πολεμιστής των Βαλκανίων ανεξαρτήτως εθνότητας
  2. (μεταφορικά) χωρίς καλούς τρόπους, άξεστος, άγριος (θηλυκό αρναούτισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία