Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρμοκάλυπτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρμοκάλυπτρ
ο
τα
αρμοκάλυπτρ
α
γενική
του
αρμοκάλυπτρ
ου
των
αρμοκάλυπτρ
ων
αιτιατική
το
αρμοκάλυπτρ
ο
τα
αρμοκάλυπτρ
α
κλητική
αρμοκάλυπτρ
ο
αρμοκάλυπτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρμοκάλυπτρο
<
αρμός
+
-ο-
+
καλύπτω
+
-τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρμοκάλυπτρο
ουδέτερο
κατασκευή
που καλύπτει τους
αρμούς
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αρμοκάλυπτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρμοκάλυπτρο
→
δείτε
τη λέξη
αρμοκάλυπτο