αρλεκινισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρλεκινισμός < αρλεκίν(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρλεκινισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά του αρλεκίνου, γελοία συμπεριφορά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αρλεκίνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρλεκινισμός