Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκουδοπούρναρο τα αρκουδοπούρναρα
      γενική του αρκουδοπούρναρου των αρκουδοπούρναρων
    αιτιατική το αρκουδοπούρναρο τα αρκουδοπούρναρα
     κλητική αρκουδοπούρναρο αρκουδοπούρναρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκουδοπούρναρο < αρκούδ(α) + -ο- + πουρνάρ(ι) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρκουδοπούρναρο ουδέτερο

  • (φυτό) αειθαλές δέντρο του είδους Ilex aquifolium με σκούρα πράσινα αγκαθωτά φύλλα και μικρούς κόκκινους καρπούς
    ※  Ξάπλωσε εκεί, κάτω από το αρκουδοπούρναρο που είναι στην άκρη του γκρεμού, και την περίμενε μ' όλο που ήτανε σίγουρος πως δεν θα 'ρθει. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα]

  Μεταφράσεις επεξεργασία